- φτιαστικά
- φτιαστικά, τα και φτιαχτικά, ταη αμοιβή για το φτιάσιμο (βλ. λ.), τα έξοδα για την επιδιόρθωση, τα επιδιορθωτικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εργασία — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εργάζομαι. 2. καταβολή σωματικής ή πνευματικής δύναμης για την παραγωγή έργου: Εργασία κοπιαστική και επικίνδυνη. 3. ειδική ασχολία, επάγγελμα: Κάθεται τόσο καιρό χωρίς εργασία. 4. τρόπος δουλειάς: Κακότεχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φκιαστικά — τα βλ. φτιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτιαχτικά — τα βλ. φτιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)